- ἐφηλότης
- ἐφηλότης, ητος, ἡ,A white speck on the eye, S.E.M.7.233.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφηλότης — ἐφηλότης, ἡ (Α) [έφηλος] λευκό στίγμα στο μάτι («καθὰ γὰρ ἡ ἐφηλότης λέγεται λευκότης ἐν ὀφθαλμῷ», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
ἐφηλότης — white speck on the eye fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηλότητα — ἐφηλότης white speck on the eye fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)